- φιττακίδες
- φιττακίδες, αἱ, a kind ofA woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. [full] φιττάκια).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιττακίδες — αἱ Α είδος γυναικείων σανδαλιών … Dictionary of Greek